-
1 γνοφ-ώδης
γνοφ-ώδης, ες, dunkel; φυσήματα αἰϑέρος Eur. Tr. 79; Plut.
См. также в других словарях:
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek